εξάνθημα
Ελληνικά (el) Επεξεργασία
Ετυμολογία Επεξεργασία
- εξάνθημα < αρχαία ελληνική ἐξάνθημα < ἐξανθέω < ἄνθος
ΠροφοράΕπεξεργασία
- ΔΦΑ : /ε.ˈksa.nθi.ma/
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
εξάνθημα ουδέτερο
- (ιατρική) ερεθισμός του δέρματος, με εμφάνιση κηλίδων στην επιδερμίδα και πρόκληση κνησμού ή τσούξιμου
Άλλες μορφέςΕπεξεργασία
Επεξεργασία
- εξανθηματικός
- → δείτε τις λέξεις εξ και άνθος