ekzantemo
Εσπεράντο (eo) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | ekzantemo | ekzantemoj |
αιτιατική | ekzantemon | ekzantemojn |
ekzantemo (eo)
- το εξάνθημα
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | ekzantemo | ekzantemoj |
αιτιατική | ekzantemon | ekzantemojn |
ekzantemo (eo)