Νέα ελληνικά (el)Επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η επιδερμίδα οι επιδερμίδες
      γενική της επιδερμίδας των επιδερμίδων
    αιτιατική την επιδερμίδα τις επιδερμίδες
     κλητική επιδερμίδα επιδερμίδες
Κατηγορία όπως «ελπίδα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
 
κουνούπι πάνω σε ανθρώπινη επιδερμίδα

  Ετυμολογία Επεξεργασία

επιδερμίδα < αρχαία ελληνική ἐπιδερμίς < ἐπί + δέρμα

  ΟυσιαστικόΕπεξεργασία

επιδερμίδα θηλυκό

Παράγωγες λέξειςΕπεξεργασία

  ΜεταφράσειςΕπεξεργασία