Ισπανικά (es) επεξεργασία

  Ουσιαστικό επεξεργασία

cutis (es)



Λατινικά (la) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

cutis < (πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα) *(s)qut-, *(s)qeu- (καλύπτω, κρύβω). Συγγενή: (αρχαία ελληνική) κύτος και (σανσκριτικά) skunati (κρύβω)

  Ουσιαστικό επεξεργασία

cutis θηλυκό

  1. δέρμα
  2. φλοιός
  3. επιφάνεια

Εκφράσεις επεξεργασία

Κλίση επεξεργασία

αριθμός ενικός πληθυντικός
ονομαστική cutis cutēs
γενική cutis cutium
δοτική cutī cutibus
αιτιατική cutem cutēs/cutīs
κλητική cutis cutēs
αφαιρετική cute cutibus
(γ' κλίση)

Δείτε επίσης επεξεργασία

νεολατινικά:

  Πηγές επεξεργασία