δέρμα
Ελληνικά (el)Επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | δέρμα | τα | δέρματα |
γενική | του | δέρματος | των | δερμάτων |
αιτιατική | το | δέρμα | τα | δέρματα |
κλητική | δέρμα | δέρματα | ||
Κατηγορία όπως «κύμα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία Επεξεργασία
- δέρμα < αρχαία ελληνική δέρμα < δέρω
ΠροφοράΕπεξεργασία
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
δέρμα ουδέτερο
- το εξωτερικό στρώμα του σώματος, που προστατεύει άλλους ιστούς και όργανα από το περιβάλλον, όργανο της αφής το οποίο σε μερικά ζώα καλύπτεται από τρίχες και στα ψάρια από λέπια
- το παραπάνω στρώμα που έχει αφαιρεθεί από το σώμα ζώου, είτε κατεργασμένο για ανθρώπινη χρήση είτε που προορίζεται για αυτό
ΣυνώνυμαΕπεξεργασία
Επεξεργασία
ΜεταφράσειςΕπεξεργασία
Αρχαία ελληνικά (grc)Επεξεργασία
Ετυμολογία Επεξεργασία
δέρμα < δέρω
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
δέρμα ουδέτερο
- δέρμα, τομάρι, προβιά (λέγεται για τα ζώα)
- δέρμα κάποιου
- το καβούκι της χελώνας