pelle
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
pelle | pelles |
pelle (fr) θηλυκό
Εκφράσεις
επεξεργασία- prendre une pelle, ramasser une pelle: πέφτω και χτυπώ· αποτυγχάνω
- rouler une pelle à quelqu'un: φιλώ κάποιον με τη γλώσσα
- se faire rouler une pelle: φιλιέμαι από κάποιον με τη γλώσσα
Συγγενικά
επεξεργασίαΣύνθετα
επεξεργασία
Ιταλικά (it)
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαpelle (it)