οικειότητα
Νέα ελληνικά (el)Επεξεργασία
Ετυμολογία Επεξεργασία
- οικειότητα < αρχαία ελληνική οἰκειότης (αιτιατική οἰκειότητα)
ΠροφοράΕπεξεργασία
- ΔΦΑ : /i.ciˈo.ti.ta/
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
οικειότητα θηλυκό
- η ιδιότητα του οικείου, αν και σε ποιο βαθμό ένα πράγμα είναι γνωστό σε κάποιον
- ύφος μη επίσημο, κατάλληλο για φίλους ή ανθρώπους πολύ γνωστούς
Επεξεργασία
- → δείτε τη λέξη οικείος
ΜεταφράσειςΕπεξεργασία
οικειότητα