ενικός         πληθυντικός  
intimité intimités

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

intimité (fr) θηλυκό

  1. (λόγιο) εσωτερικός και βαθύς χαρακτήρας· κάτι που παραμένει εσωτερικό και μυστικό
  2. η οικειότητα
  3. η προσωπική, ιδιωτική ζωή
  4. η άνεση (ενός ιδιωτικού χώρου)