Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
intimité
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Γαλλικά
(fr)
επεξεργασία
ενικός
πληθυντικός
intimité
intimités
Ουσιαστικό
επεξεργασία
intimité
(fr)
θηλυκό
(
λόγιο
) εσωτερικός και βαθύς χαρακτήρας· κάτι που παραμένει εσωτερικό και μυστικό
η
οικειότητα
η
προσωπική
,
ιδιωτική
ζωή
η
άνεση
(ενός ιδιωτικού χώρου)