ιδιωτικός
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- ιδιωτικός < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ἰδιωτικός, σημασιολογικό δάνειο από τη γαλλική privé[1]
Επίθετο επεξεργασία
ιδιωτικός
- σχετικός με έναν ιδιώτη, ένα άτομο ως ξεχωριστή προσωπικότητα και όχι ως μέλος ενός συνόλου
- ιδιωτική ζωή
- που ανήκει σε και διευθύνεται από έναν ιδιώτη επιχειρηματία και όχι από το δημόσιο
- ιδιωτικό σχολείο
Αντώνυμα επεξεργασία
Πολυλεκτικοί όροι επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
ιδιωτικός
Αναφορές επεξεργασία
- ↑ ιδιωτικός - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας