Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο ιδιωτικός τομέας οι ιδιωτικοί τομείς
      γενική του ιδιωτικού τομέα των ιδιωτικών τομέων
    αιτιατική τον ιδιωτικό τομέα τους ιδιωτικούς τομείς
     κλητική ιδιωτικέ τομέα ιδιωτικοί τομείς
Κυρίως στον ενικό
Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

ιδιωτικός τομέας < → δείτε τις λέξεις ιδιωτικός και τομέας• Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;  

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /i.ði.o.tiˈkos toˈme.as/

  Πολυλεκτικός όρος επεξεργασία

ιδιωτικός τομέας αρσενικό

Αντώνυμα επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία