δημόσιο
Ελληνικά (el) Επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | |||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | δημόσιο | ||
γενική | του | δημοσίου | ||
αιτιατική | το | δημόσιο | ||
κλητική | δημόσιο | |||
όπως «πρόσωπο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία Επεξεργασία
- ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο του επιθέτου δημόσιος
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
δημόσιο ουδέτερο, μόνο στον ενικό
- από τη σύμβαση προέκυψε ζημία του δημοσίου ύψους πολλών εκατομμυρίων
Κλιτικός τύπος επιθέτουΕπεξεργασία
δημόσιο