δημόσιος
Ελληνικά (el) Επεξεργασία
Ετυμολογία Επεξεργασία
- δημόσιος < (διαχρονικό) αρχαία ελληνική δημόσιος (κοινός)
ΠροφοράΕπεξεργασία
- ΔΦΑ : /ðiˈmo.si.os/
- συλλαβισμός : δη‐μό‐σι‐ος
ΕπίθετοΕπεξεργασία
δημόσιος, -ια -ιο
- κάποιος που προορίζεται για τον λαό
- ↪ αυτό είναι ένα δημόσιο πάρκο
- μπροστά σε κοινό
- ↪ έκανε δημόσια δήλωση
ΑντώνυμαΕπεξεργασία
Επεξεργασία
- → δείτε τη λέξη δήμος
ΜεταφράσειςΕπεξεργασία
Αρχαία ελληνικά (grc) Επεξεργασία
ΠηγέςΕπεξεργασία
- δημόσιος στην Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ. Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012.
- «δημόσιος» - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.