πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο δημόσιος η δημόσια
& δημοσία
το δημόσιο
      γενική του δημόσιου
& δημοσίου
της δημόσιας
& δημοσίας
του δημόσιου
& δημοσίου
    αιτιατική τον δημόσιο τη δημόσια
& δημοσία
το δημόσιο
     κλητική δημόσιε δημόσια
& δημόσια
δημόσιο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι δημόσιοι οι δημόσιες τα δημόσια
      γενική των δημόσιων
& δημοσίων
των δημόσιων
& δημοσίων
των δημόσιων
& δημοσίων
    αιτιατική τους δημόσιους
& δημοσίους
τις δημόσιες τα δημόσια
     κλητική δημόσιοι δημόσιες δημόσια
Οι δεύτεροι τύποι, λόγιοι, από την αρχαία κλίση.
Κατηγορία όπως «πλάγιος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

επεξεργασία

δημόσιος, -α/-'α, -ο και με λόγιους τύπους

  • κάποιος που προορίζεται για τον λαό
      αυτό είναι ένα δημόσιο πάρκο
  • μπροστά σε κοινό
      έκανε δημόσια δήλωση

Αντώνυμα

επεξεργασία

Εκφράσεις

επεξεργασία

Πολυλεκτικοί όροι

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία

Μεταφράσεις

επεξεργασία
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
 πτώσεις       ενικός      
ονομαστική δημόσιος δημοσί
& δημόσιος
τὸ δημόσιον
      γενική τοῦ δημοσίου τῆς δημοσίᾱς
& δημοσίου
τοῦ δημοσίου
      δοτική τῷ δημοσί τῇ δημοσί
& δημοσί
τῷ δημοσί
    αιτιατική τὸν δημόσιον τὴν δημοσίᾱν
& δημόσιον
τὸ δημόσιον
     κλητική ! δημόσιε δημοσί
& δημόσιε
δημόσιον
 πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική οἱ δημόσιοι αἱ δημόσιαι
& δημόσιοι
τὰ δημόσι
      γενική τῶν δημοσίων τῶν δημοσίων
& δημοσίων
τῶν δημοσίων
      δοτική τοῖς δημοσίοις ταῖς δημοσίαις
& δημοσίοις
τοῖς δημοσίοις
    αιτιατική τοὺς δημοσίους τὰς δημοσίᾱς
& δημοσίους
τὰ δημόσι
     κλητική ! δημόσιοι δημόσιαι
& δημόσιοι
δημόσι
    δυϊκός  
ονομ-αιτ-κλ τὼ δημοσίω τὼ δημοσί
& δημοσίω
τὼ δημοσίω
      γεν-δοτ τοῖν δημοσίοιν τοῖν δημοσίαιν
& δημοσίοιν
τοῖν δημοσίοιν
Ο τύπος του θηλυκού σε -ος, λιγότερο συνηθισμένος.
2η&1η κλίση, Κατηγορία 'δίκαιος' όπως «δίκαιος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

ζητούμενο λήμμα