πολιτεία
Νέα ελληνικά (el) Επεξεργασία
Ετυμολογία Επεξεργασία
- πολιτεία < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική πολιτεία < αρχαία ελληνική πολιτεία. Για τις διοικητικές υποδιαιρέσεις κράτους, σημασιολογικό δάνειο από την αγγλική state
Ουσιαστικό Επεξεργασία
πολιτεία θηλυκό
- οι θεσμοί μιας χώρας που αυτή εποπτεύει ως η ενιαία έκφραση μιας οργανωμένης κοινότητας ανθρώπων
- το έδαφος, οι κάτοικοι και η πολιτική εξουσία μαζί συνιστώντας τις τρεις κυριαρχίες
- το καθένα από τα ομόσπονδα κράτη που συγκροτούν τις ΗΠΑ
- ο τρόπος που έζησε κάποιος τη ζωή του, ο τρόπος συμπεριφοράς αυτού του ατόμου, η διαγωγή του
- ↪ ο βίος και η πολιτεία του τάδε
Επεξεργασία
Σύνθετα Επεξεργασία
Μεταφράσεις Επεξεργασία
πολιτεία
|
Αρχαία ελληνικά (grc) Επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ἡ | πολιτείᾱ | αἱ | πολιτεῖαι |
γενική | τῆς | πολιτείᾱς | τῶν | πολιτειῶν |
δοτική | τῇ | πολιτείᾳ | ταῖς | πολιτείαις |
αιτιατική | τὴν | πολιτείᾱν | τὰς | πολιτείᾱς |
κλητική ὦ! | πολιτείᾱ | πολιτεῖαι | ||
δυϊκός | ||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | πολιτείᾱ | ||
γεν-δοτ | τοῖν | πολιτείαιν | ||
1η κλίση, ομάδα 'χώρα', Κατηγορία 'χώρα' όπως «χώρα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία Επεξεργασία
πολιτεία < πολιτεύομαι < πολίτης
Ουσιαστικό Επεξεργασία
πολιτεία θηλυκό
- η ιδιότητα και τα δικαιώματα του πολίτη, τα πολιτικά δικαιώματα
- ο βίος του πολίτη, η πολιτική ζωή
- ως σύνολο, το άθροισμα των πολιτών
- ο βίος και η πολιτεία ενός πολιτικού άνδρα, κυβέρνησης, διοίκησης
- (με περιληπτική σημασία) τα μέτρα της κυβέρνησης
- πολιτική συγκρότηση, σύσταση και σύνθεση ενός κράτους
- είδος πολιτεύματος
- δημοκρατία, κοινοπολιτεία
Άλλες μορφές Επεξεργασία
Επεξεργασία
Πηγές Επεξεργασία
- πολιτεία - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- πολιτεία - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.