polizia
Ιταλικά (it)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- polizia < (άμεσο δάνειο) γαλλική police < υστερολατινική polītīa (οργάνωση, κυβέρνηση) < αρχαία ελληνική πολιτεία
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /po.litˈt͡si.a/
Ουσιαστικό
επεξεργασίαpolizia (it) θηλυκό
Πηγές
επεξεργασία- αναζήτηση: polizia - Vocabolario Treccani online, Istituto della Enciclopedia Italiana (Istituto Treccani).