Δείτε επίσης: policé

Ετυμολογία

επεξεργασία

Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
police police

police (en) (συνήθως πληθυντικός)

  • η αστυνομία
      The police have located the robbers.
    Η αστυνομία εντόπισε τους ληστές.

Παράγωγα

επεξεργασία
ενεστώτας police
γ΄ ενικό ενεστώτα polices
αόριστος policed
παθητική μετοχή policed
ενεργητική μετοχή policing

police (en)