policé
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαγένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | policé | policés |
θηλυκό | policée | policées |
Επίθετο
επεξεργασίαpolicé (fr)
Συγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τη λέξη police
Δείτε επίσης : police |
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | policé | policés |
θηλυκό | policée | policées |
policé (fr)