Ετυμολογία

επεξεργασία
αστυνομεύω < αστυνόμος + -εύω

αστυνομεύω , πρτ.: αστυνόμευα, στ.μέλλ.: θα αστυνομεύσω, αόρ.: αστυνόμευσα, παθ.φωνή: αστυνομεύομαι, μτχ.π.π.: αστυνομευμένος

  • επιτηρώ μια περιοχή με αστυνομικές δυνάμεις που αποτρέπουν ή καταστέλλουν αξιόποινες πράξεις

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία