επιτηρώ
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- επιτηρώ < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή ἐπιτηρῶ, συνηρημένου τύπου του ἐπιτηρέω Συγχρονικά αναλύεται σε επι- + τηρώ
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /e.pi.tiˈɾo/
Ρήμα
επεξεργασίαεπιτηρώ, πρτ.: επιτηρούσα, αόρ.: επιτήρησα, παθ.φωνή: επιτηρούμαι, π.αόρ.: επιτηρήθηκα, μτχ.π.π.: επιτηρημένος
- επιβλέπω, φροντίζω να τηρούν κάποιοι τους κανονισμούς
- Μου ζήτησαν να επιτηρήσω στις Πανελλλήνιες
- παρακολουθώ στενά
- Μετά την καταδικαστική απόφαση, τον επιτηρεί υπάλληλος της εισαγγελίας ανηλίκων
Συγγενικά
επεξεργασία- επιτήρηση
- επιτηρητής
- επιτηρήτρια
- και → δείτε τη λέξη τηρώ
Κλίση
επεξεργασία- Η μετοχή παθητικού παρακειμένου, σπάνια
Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | επιτηρώ | επιτηρούσα | θα επιτηρώ | να επιτηρώ | επιτηρώντας | |
β' ενικ. | επιτηρείς | επιτηρούσες | θα επιτηρείς | να επιτηρείς | ||
γ' ενικ. | επιτηρεί | επιτηρούσε | θα επιτηρεί | να επιτηρεί | ||
α' πληθ. | επιτηρούμε | επιτηρούσαμε | θα επιτηρούμε | να επιτηρούμε | ||
β' πληθ. | επιτηρείτε | επιτηρούσατε | θα επιτηρείτε | να επιτηρείτε | επιτηρείτε | |
γ' πληθ. | επιτηρούν(ε) | επιτηρούσαν(ε) | θα επιτηρούν(ε) | να επιτηρούν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | επιτήρησα | θα επιτηρήσω | να επιτηρήσω | επιτηρήσει | ||
β' ενικ. | επιτήρησες | θα επιτηρήσεις | να επιτηρήσεις | επιτήρησε | ||
γ' ενικ. | επιτήρησε | θα επιτηρήσει | να επιτηρήσει | |||
α' πληθ. | επιτηρήσαμε | θα επιτηρήσουμε | να επιτηρήσουμε | |||
β' πληθ. | επιτηρήσατε | θα επιτηρήσετε | να επιτηρήσετε | επιτηρήστε | ||
γ' πληθ. | επιτήρησαν επιτηρήσαν(ε) |
θα επιτηρήσουν(ε) | να επιτηρήσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω επιτηρήσει | είχα επιτηρήσει | θα έχω επιτηρήσει | να έχω επιτηρήσει | ||
β' ενικ. | έχεις επιτηρήσει | είχες επιτηρήσει | θα έχεις επιτηρήσει | να έχεις επιτηρήσει | ||
γ' ενικ. | έχει επιτηρήσει | είχε επιτηρήσει | θα έχει επιτηρήσει | να έχει επιτηρήσει | ||
α' πληθ. | έχουμε επιτηρήσει | είχαμε επιτηρήσει | θα έχουμε επιτηρήσει | να έχουμε επιτηρήσει | ||
β' πληθ. | έχετε επιτηρήσει | είχατε επιτηρήσει | θα έχετε επιτηρήσει | να έχετε επιτηρήσει | ||
γ' πληθ. | έχουν επιτηρήσει | είχαν επιτηρήσει | θα έχουν επιτηρήσει | να έχουν επιτηρήσει |
|
Παθητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | επιτηρούμαι | επιτηρούμουν | θα επιτηρούμαι | να επιτηρούμαι | ||
β' ενικ. | επιτηρείσαι | επιτηρούσουν | θα επιτηρείσαι | να επιτηρείσαι | ||
γ' ενικ. | επιτηρείται | επιτηρούνταν | θα επιτηρείται | να επιτηρείται | ||
α' πληθ. | επιτηρούμαστε | επιτηρούμασταν επιτηρούμαστε |
θα επιτηρούμαστε | να επιτηρούμαστε | ||
β' πληθ. | επιτηρείστε | επιτηρούσασταν επιτηρούσαστε |
θα επιτηρείστε | να επιτηρείστε | επιτηρείστε | |
γ' πληθ. | επιτηρούνται | επιτηρούνταν | θα επιτηρούνται | να επιτηρούνται | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | επιτηρήθηκα | θα επιτηρηθώ | να επιτηρηθώ | επιτηρηθεί | ||
β' ενικ. | επιτηρήθηκες | θα επιτηρηθείς | να επιτηρηθείς | επιτηρήσου | ||
γ' ενικ. | επιτηρήθηκε | θα επιτηρηθεί | να επιτηρηθεί | |||
α' πληθ. | επιτηρηθήκαμε | θα επιτηρηθούμε | να επιτηρηθούμε | |||
β' πληθ. | επιτηρηθήκατε | θα επιτηρηθείτε | να επιτηρηθείτε | επιτηρηθείτε | ||
γ' πληθ. | επιτηρήθηκαν επιτηρηθήκαν(ε) |
θα επιτηρηθούν(ε) | να επιτηρηθούν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | έχω επιτηρηθεί | είχα επιτηρηθεί | θα έχω επιτηρηθεί | να έχω επιτηρηθεί | επιτηρημένος | |
β' ενικ. | έχεις επιτηρηθεί | είχες επιτηρηθεί | θα έχεις επιτηρηθεί | να έχεις επιτηρηθεί | ||
γ' ενικ. | έχει επιτηρηθεί | είχε επιτηρηθεί | θα έχει επιτηρηθεί | να έχει επιτηρηθεί | ||
α' πληθ. | έχουμε επιτηρηθεί | είχαμε επιτηρηθεί | θα έχουμε επιτηρηθεί | να έχουμε επιτηρηθεί | ||
β' πληθ. | έχετε επιτηρηθεί | είχατε επιτηρηθεί | θα έχετε επιτηρηθεί | να έχετε επιτηρηθεί | ||
γ' πληθ. | έχουν επιτηρηθεί | είχαν επιτηρηθεί | θα έχουν επιτηρηθεί | να έχουν επιτηρηθεί |
Μεταφράσεις
επεξεργασία επιτηρώ