Δείτε επίσης: τηρῶ

Νέα ελληνικά (el)Επεξεργασία

  Ετυμολογία Επεξεργασία

τηρώ < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική τηρῶ, συνηρημένος τύπος του τηρέω. Συγκρίνετε με το τηράω (παρατηρώ)

  ΠροφοράΕπεξεργασία

ΔΦΑ : /tiˈɾo/
τυπογραφικός συλλαβισμός: τη‐ρώ

  ΡήμαΕπεξεργασία

τηρώ, -είς, -εί, ..., αόρ.: τήρησα, παθ.φωνή: τηρούμαι, π.αόρ.: τηρήθηκα, μτχ.π.π.: τηρημένος

  1. (για νόμους, κανόνες, όρους, συνήθειες)
    1. κρατώ, εφαρμόζω, συμμορφώνομαι με
      τηρεί τους νόμους, είναι νομοταγής
    2. εφαρμόζω και διατηρώ
      τηρούμε τις παραδόσεις του τόπου μας
  2. επιβλέπω την εφαρμογή (νόμων)
    δύο αστυνομικοί τηρούσαν την τάξη
  3. (για βιβλία καταγραφής) κρατώ, έχω και συμπληρώνω τακτικά
    κάθε επιχείρηση υποχρεούται να τηρεί λογιστικά βιβλία

ΕκφράσειςΕπεξεργασία

Συγγενικές λέξειςΕπεξεργασία

ΣύνθεταΕπεξεργασία

→ και δείτε τη λέξη τηράω

  ΜεταφράσειςΕπεξεργασία

  ΠηγέςΕπεξεργασία