πρόσχημα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- πρόσχημα < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική πρόσχημα (κάλυμμα) < πρό- + σχῆμα
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /ˈpɾo.sçi.ma/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : πρό‐σχη‐μα
Ουσιαστικό
επεξεργασίαπρόσχημα ουδέτερο
- ό,τι χρησιμοποιείται ως δικαιολογία ή πρόφαση αντί του πραγματικού λόγου ή σκοπού
Εκφράσεις
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασία- προσχηματίζω
- προσχηματικά (επίρρημα)
- προσχηματικός
- προσχηματικώς (επίρρημα)
- προσχηματισμός
Μεταφράσεις
επεξεργασία
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | τὸ | πρόσχημᾰ | τὰ | προσχήμᾰτᾰ |
γενική | τοῦ | προσχήμᾰτος | τῶν | προσχημᾰ́των |
δοτική | τῷ | προσχήμᾰτῐ | τοῖς | προσχήμᾰσῐ(ν) |
αιτιατική | τὸ | πρόσχημᾰ | τὰ | προσχήμᾰτᾰ |
κλητική ὦ! | πρόσχημᾰ | προσχήμᾰτᾰ | ||
δυϊκός | ||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | προσχήμᾰτε | ||
γεν-δοτ | τοῖν | προσχημᾰ́τοιν | ||
3η κλίση, Κατηγορία 'ὄνομα' όπως «ὄνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαπρόσχημα, -ατος ουδέτερο → ζητούμενο λήμμα
Πηγές
επεξεργασία- πρόσχημα - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- πρόσχημα - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.