Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το πρόσχημα τα προσχήματα
      γενική του προσχήματος των προσχημάτων
    αιτιατική το πρόσχημα τα προσχήματα
     κλητική πρόσχημα προσχήματα
Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

πρόσχημα < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική πρόσχημα (κάλυμμα) < πρό- + σχῆμα

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /ˈpɾo.sçi.ma/
τυπογραφικός συλλαβισμός: πρό‐σχη‐μα

  Ουσιαστικό επεξεργασία

πρόσχημα ουδέτερο

Εκφράσεις επεξεργασία

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία



Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική τὸ πρόσχημᾰ τὰ προσχήμᾰτ
      γενική τοῦ προσχήμᾰτος τῶν προσχημᾰ́των
      δοτική τῷ προσχήμᾰτ τοῖς προσχήμᾰσῐ(ν)
    αιτιατική τὸ πρόσχημᾰ τὰ προσχήμᾰτ
     κλητική ! πρόσχημᾰ προσχήμᾰτ
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  προσχήμᾰτε
γεν-δοτ τοῖν  προσχημᾰ́τοιν
3η κλίση, Κατηγορία 'ὄνομα' όπως «ὄνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

πρόσχημα < πρό- + σχῆμα < → δείτε τη λέξη προέχω < ἔχω < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *seǵʰ-

  Ουσιαστικό επεξεργασία

πρόσχημα, -ατος ουδέτερο ζητούμενο λήμμα

  Πηγές επεξεργασία