δικαιολογία
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
- δικαιολογία < αρχαία ελληνική δικαιολογία
Ουσιαστικό
επεξεργασία
δικαιολογία θηλυκό
- ο λόγος που επικαλείται κάποιος για να εξηγήσει μια ενέργεια ή παράλειψή του ώστε να ζητήσει την κατανόηση ή τη συγγνώμη των άλλων
- η πρόφαση
- όλο δικαιολογίες είναι τώρα τελευταία, αλλά όλοι βλέπουν την ασυνέπειά του
Συγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τη λέξη δικαιολογώ
Μεταφράσεις
επεξεργασία
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
- δικαιολογία < δικαιολόγος + -ία