excuse
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
excuse | excuses |
excuse (en)
- η δικαιολογία, είναι ένας λόγος, αληθινός ή επινοημένος, που δίνω για να εξηγήσω ή να υπερασπιστώ τη συμπεριφορά μου
- ⮡ None of your excuses!
- Να σου λείπουν οι δικαιολογίες!
- ⮡ His illness is clearly an excuse.
- Η αρρώστεια του είναι καθαρή δικαιολογία.
- ⮡ If you are absent without a good excuse…
- Αν απουσιάσεις χωρίς σοβαρή δικαιολογία…
- ⮡ Ignorance of the law is no excuse.
- Δεν συγχωρείται άγνοια νόμου.
- ⮡ None of your excuses!
Ρήμα
επεξεργασίαενεστώτας | excuse |
γ΄ ενικό ενεστώτα | excuses |
αόριστος | excused |
παθητική μετοχή | excused |
ενεργητική μετοχή | excusing |
excuse (en)
Πηγές
επεξεργασία
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
excuse | excuses |
Προφορά
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαexcuse (fr) θηλυκό
- η δικαιολογία, η δικαιολόγηση, η απολογία