forgive
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαενεστώτας | forgive |
γ΄ ενικό ενεστώτα | forgives |
αόριστος | forgave |
παθητική μετοχή | forgiven |
ενεργητική μετοχή | forgiving |
αγγλικά ανώμαλα ρήματα |
Ρήμα
επεξεργασίαforgive (en)
- (μεταβατικό και αμετάβατο) συγχωρώ
ενεστώτας | forgive |
γ΄ ενικό ενεστώτα | forgives |
αόριστος | forgave |
παθητική μετοχή | forgiven |
ενεργητική μετοχή | forgiving |
αγγλικά ανώμαλα ρήματα |
forgive (en)