pardon
Αγγλικά (en)Επεξεργασία
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
pardon | pardons |
pardon (en)
ΡήμαΕπεξεργασία
ενεστώτας | pardon |
γ΄ ενικό ενεστώτα | pardons |
αόριστος | pardoned |
παθητική μετοχή | pardoned |
ενεργητική μετοχή | pardoning |
pardon (en)
Γαλλικά (fr)Επεξεργασία
ΕπιφώνημαΕπεξεργασία
pardon (fr)