Δείτε επίσης: ἀμνηστία, αμνησία

Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η αμνηστία οι αμνηστίες
      γενική της αμνηστίας των αμνηστιών
    αιτιατική την αμνηστία τις αμνηστίες
     κλητική αμνηστία αμνηστίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

αμνηστία < ελληνιστική κοινή ἀμνηστία (παρόμοια σημασία) < αρχαία ελληνική ἀμνηστία < ἄμνηστος (= λησμονημένος)

  Ουσιαστικό επεξεργασία

αμνηστία θηλυκό

Άλλες μορφές επεξεργασία

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  1. αμνηστείαΓεωργακάς, Δημήτριος. A Modern Greek-English Dictionary [Ελληνοαγγλικό λεξικό] (μόνο το γράμμα α) - Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας