χάρη
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | χάρη | οι | χάρες |
γενική | της | χάρης & χάριτος |
των | χαρών |
αιτιατική | τη | χάρη | τις | χάρες |
κλητική | χάρη | χάρες | ||
Ο τύπος χάριτος, λόγιος | ||||
Κατηγορία όπως «νίκη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- χάρη < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική χάρις με μεταπλασμό σε -η. Δείτε και χάρις
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /ˈxa.ɾi/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : χά‐ρη
Ουσιαστικό
επεξεργασίαχάρη θηλυκό
- η ιδιότητα του κομψού και χαριτωμένου
- η εύνοια (ιδίως του Θεού)
- η Θεία Χάρη
- το χάρισμα, η έμφυτη ικανότητα (που έχει δοθεί από τη Θεία Χάρη)
- ※ Δεν θέλω τίποτε άλλο παρά να μιλήσω απλά, να μου δοθεί ετούτη η χάρη (Γιώργος Σεφέρης)
- ενέργεια που γίνεται από καλή διάθεση και αποσκοπεί στο να βοηθήσει κάποιον
- κάνε μου μια χάρη, βοήθησέ με στα μαθηματικά
- η απαλλαγή από την υποχρέωση έκτισης μιας ποινής ή η ματαίωση της εκτέλεσης της θανατικής ποινής με ειδική απόφαση του ανώτατου άρχοντα
- ο Κυβερνήτης της Πολιτείας έδωσε χάρη στον μελλοθάνατο
Εκφράσεις
επεξεργασία- για κάνε μου/μας τη χάρη: σταμάτα να μας εκνευρίζεις
- περίοδος χάριτος: χρονικό διάστημα που δίνεται σε κάποιον για να εκπληρώσει τις υποσχέσεις του χωρίς εξωτερική πίεση· ειδικότερα, διάστημα κατά το οποίο ένας χρεοφειλέτης δεν υποχρεώνεται στην καταβολή κάποιου ποσού