εκνευρίζω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- εκνευρίζω < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ἐκνευρίζω < ἐκ (εκ-) + νεῦρον (σημασιολογικό δάνειο από τη γαλλική énerver)[1]
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /e.kneˈvɾi.zo/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ε‐κνευ‐ρί‐ζω
- παλιότερος συλλαβισμός : εκ‐νευ‐ρί‐ζω
Ρήμα
επεξεργασίαεκνευρίζω, αόρ.: εκνεύρισα/εξενεύρισα, παθ.φωνή: εκνευρίζομαι, π.αόρ.: εκνευρίστηκα, μτχ.π.π.: εκνευρισμένος
- προκαλώ νευρικότητα σε κάποιον
Συνώνυμα
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασία→ και δείτε τη λέξη νεύρο
Κλίση
επεξεργασίαΕπιπλέον ενεργητικοί λόγιοι τύποι: παρατατικός: εξενεύριζα, αόριστος εξενεύρισα
Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | εκνευρίζω | εκνεύριζα | θα εκνευρίζω | να εκνευρίζω | εκνευρίζοντας | |
β' ενικ. | εκνευρίζεις | εκνεύριζες | θα εκνευρίζεις | να εκνευρίζεις | εκνεύριζε | |
γ' ενικ. | εκνευρίζει | εκνεύριζε | θα εκνευρίζει | να εκνευρίζει | ||
α' πληθ. | εκνευρίζουμε | εκνευρίζαμε | θα εκνευρίζουμε | να εκνευρίζουμε | ||
β' πληθ. | εκνευρίζετε | εκνευρίζατε | θα εκνευρίζετε | να εκνευρίζετε | εκνευρίζετε | |
γ' πληθ. | εκνευρίζουν(ε) | εκνεύριζαν εκνευρίζαν(ε) |
θα εκνευρίζουν(ε) | να εκνευρίζουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | εκνεύρισα | θα εκνευρίσω | να εκνευρίσω | εκνευρίσει | ||
β' ενικ. | εκνεύρισες | θα εκνευρίσεις | να εκνευρίσεις | εκνεύρισε | ||
γ' ενικ. | εκνεύρισε | θα εκνευρίσει | να εκνευρίσει | |||
α' πληθ. | εκνευρίσαμε | θα εκνευρίσουμε | να εκνευρίσουμε | |||
β' πληθ. | εκνευρίσατε | θα εκνευρίσετε | να εκνευρίσετε | εκνευρίστε | ||
γ' πληθ. | εκνεύρισαν εκνευρίσαν(ε) |
θα εκνευρίσουν(ε) | να εκνευρίσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω εκνευρίσει | είχα εκνευρίσει | θα έχω εκνευρίσει | να έχω εκνευρίσει | ||
β' ενικ. | έχεις εκνευρίσει | είχες εκνευρίσει | θα έχεις εκνευρίσει | να έχεις εκνευρίσει | ||
γ' ενικ. | έχει εκνευρίσει | είχε εκνευρίσει | θα έχει εκνευρίσει | να έχει εκνευρίσει | ||
α' πληθ. | έχουμε εκνευρίσει | είχαμε εκνευρίσει | θα έχουμε εκνευρίσει | να έχουμε εκνευρίσει | ||
β' πληθ. | έχετε εκνευρίσει | είχατε εκνευρίσει | θα έχετε εκνευρίσει | να έχετε εκνευρίσει | ||
γ' πληθ. | έχουν εκνευρίσει | είχαν εκνευρίσει | θα έχουν εκνευρίσει | να έχουν εκνευρίσει |
|
Παθητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | εκνευρίζομαι | εκνευριζόμουν(α) | θα εκνευρίζομαι | να εκνευρίζομαι | ||
β' ενικ. | εκνευρίζεσαι | εκνευριζόσουν(α) | θα εκνευρίζεσαι | να εκνευρίζεσαι | ||
γ' ενικ. | εκνευρίζεται | εκνευριζόταν(ε) | θα εκνευρίζεται | να εκνευρίζεται | ||
α' πληθ. | εκνευριζόμαστε | εκνευριζόμαστε εκνευριζόμασταν |
θα εκνευριζόμαστε | να εκνευριζόμαστε | ||
β' πληθ. | εκνευρίζεστε | εκνευριζόσαστε εκνευριζόσασταν |
θα εκνευρίζεστε | να εκνευρίζεστε | (εκνευρίζεστε) | |
γ' πληθ. | εκνευρίζονται | εκνευρίζονταν εκνευριζόντουσαν |
θα εκνευρίζονται | να εκνευρίζονται | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | εκνευρίστηκα | θα εκνευριστώ | να εκνευριστώ | εκνευριστεί | ||
β' ενικ. | εκνευρίστηκες | θα εκνευριστείς | να εκνευριστείς | εκνευρίσου | ||
γ' ενικ. | εκνευρίστηκε | θα εκνευριστεί | να εκνευριστεί | |||
α' πληθ. | εκνευριστήκαμε | θα εκνευριστούμε | να εκνευριστούμε | |||
β' πληθ. | εκνευριστήκατε | θα εκνευριστείτε | να εκνευριστείτε | εκνευριστείτε | ||
γ' πληθ. | εκνευρίστηκαν εκνευριστήκαν(ε) |
θα εκνευριστούν(ε) | να εκνευριστούν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | έχω εκνευριστεί | είχα εκνευριστεί | θα έχω εκνευριστεί | να έχω εκνευριστεί | εκνευρισμένος | |
β' ενικ. | έχεις εκνευριστεί | είχες εκνευριστεί | θα έχεις εκνευριστεί | να έχεις εκνευριστεί | ||
γ' ενικ. | έχει εκνευριστεί | είχε εκνευριστεί | θα έχει εκνευριστεί | να έχει εκνευριστεί | ||
α' πληθ. | έχουμε εκνευριστεί | είχαμε εκνευριστεί | θα έχουμε εκνευριστεί | να έχουμε εκνευριστεί | ||
β' πληθ. | έχετε εκνευριστεί | είχατε εκνευριστεί | θα έχετε εκνευριστεί | να έχετε εκνευριστεί | ||
γ' πληθ. | έχουν εκνευριστεί | είχαν εκνευριστεί | θα έχουν εκνευριστεί | να έχουν εκνευριστεί | ||
Συντελεσμένοι χρόνοι (β΄ τύποι) | ||||||
Παρακείμενος | είμαι, είσαι, είναι εκνευρισμένος - είμαστε, είστε, είναι εκνευρισμένοι | |||||
Υπερσυντέλικος | ήμουν, ήσουν, ήταν εκνευρισμένος - ήμαστε, ήσαστε, ήταν εκνευρισμένοι | |||||
Συντελ. Μέλλ. | θα είμαι, θα είσαι, θα είναι εκνευρισμένος - θα είμαστε, θα είστε, θα είναι εκνευρισμένοι | |||||
Υποτακτική | να είμαι, να είσαι, να είναι εκνευρισμένος - να είμαστε, να είστε, να είναι εκνευρισμένοι |
Μεταφράσεις
επεξεργασία εκνευρίζω
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ εκνευρίζω - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας