Δείτε επίσης: ἐκνευρίζω

Ετυμολογία

επεξεργασία
ΔΦΑ : /e.kneˈvɾi.zo/
τυπογραφικός συλλαβισμός: εκνευρίζω
παλιότερος συλλαβισμός: εκνευρίζω

εκνευρίζω, αόρ.: εκνεύρισα/εξενεύρισα, παθ.φωνή: εκνευρίζομαι, π.αόρ.: εκνευρίστηκα, μτχ.π.π.: εκνευρισμένος

Συνώνυμα

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία

Επιπλέον ενεργητικοί λόγιοι τύποι: παρατατικός: εξενεύριζα, αόριστος εξενεύρισα

Μεταφράσεις

επεξεργασία

Αναφορές

επεξεργασία