Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική τὸ νεῦρον τὰ νεῦρ
      γενική τοῦ νεύρου τῶν νεύρων
      δοτική τῷ νεύρ τοῖς νεύροις
    αιτιατική τὸ νεῦρον τὰ νεῦρ
     κλητική ! νεῦρον νεῦρ
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  νεύρω
γεν-δοτ τοῖν  νεύροιν
2η κλίση, Κατηγορία 'τέκνον' όπως «στοιχεῖον» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

νεῦρον < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *snḗh₁wr̥ (νεύρο, τένοντας) < *(s)neh₁- +‎ *-wr̥

  Ουσιαστικό επεξεργασία

νεῦρον ουδέτερο

  1. (ανατομία) νεύρο, τένοντας
  2. χορδή λύρας
  3. χορδή τόξου, σφεντόνας
  4. (στον πληθυντικό) ίνες των φυτών
  5. (μεταφορικά) (στον πληθυντικό) (για λυρικές ωδές τραγωδίας) το νεύρο, η ικμάδα τους
  6. (ανατομία) πέος

Συγγενικά επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία