νεῦρον
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | τὸ | νεῦρον | τὰ | νεῦρᾰ |
γενική | τοῦ | νεύρου | τῶν | νεύρων |
δοτική | τῷ | νεύρῳ | τοῖς | νεύροις |
αιτιατική | τὸ | νεῦρον | τὰ | νεῦρᾰ |
κλητική ὦ! | νεῦρον | νεῦρᾰ | ||
δυϊκός | ||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | νεύρω | ||
γεν-δοτ | τοῖν | νεύροιν | ||
2η κλίση, Κατηγορία 'τέκνον' όπως «στοιχεῖον» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίανεῦρον ουδέτερο
- (ανατομία) νεύρο, τένοντας
- χορδή λύρας
- χορδή τόξου, σφεντόνας
- (στον πληθυντικό) ίνες των φυτών
- (μεταφορικά) (στον πληθυντικό) (για λυρικές ωδές τραγωδίας) το νεύρο, η ικμάδα τους
- (ανατομία) πέος
Συγγενικά
επεξεργασία- ἄνευρος
- ἀπονεύρωσις
- ἐκνευρίζω
- ἐκνεύρισις
- ἔκνευρος
- ἐννευρόκαυλος
- ἑπτάνευρον
- κατάνευρος
- λεπτόνευρος
- νευρικός
- νεύρινος
- νευρίον
- νευρίτης
- νευροβάτης
- νευροειδής
- νευρόκαυλος
- νευροκοίλιος
- νευροκοπέω
- νευρολάλος
- νευρομῆτραι
- νευρόνοσος
- νευρόπαχυς
- νευροπλεκής
- νευροποιητικός
- νευρόθλαστος
- νευροραφέω
- νευροραφία
- νευροραφικός
- νευρορραφέω
- νευρορράφος
- νευροσπαδής
- νευρόσπασμα
- νευροσπαστέω
- νευροσπάστης
- νευροσπαστία
- νευροσπαστικός
- νευρόσπαστος
- νευροστρόφος
- νευροτενής
- νευροτομέω
- νευροτόμος
- νευρότονον
- νευρότρωτος
- νευρόω
- νευροχαρής
- νευροχονδρώδης
- νευρώδης (και τα παράγωγά του)
- πολύνευρον
- συννεύρωσις
Πηγές
επεξεργασία- νεῦρον - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- νεῦρον - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.