πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο τένοντας οι τένοντες
      γενική του τένοντα των τενόντων
    αιτιατική τον τένοντα τους τένοντες
     κλητική τένοντα τένοντες
Κατηγορία όπως «φύλακας» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

επεξεργασία
τένοντας < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική τένων από την αιτιατική ενικού «τὸν τένοντα»

Ουσιαστικό

επεξεργασία

τένοντας αρσενικό

Συγγενικά

επεξεργασία

Μεταφράσεις

επεξεργασία