Άνοιγμα κυρίου μενού
Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Είσοδος
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
τένοντας
Διαβάστε σε άλλη γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Ελληνικά (el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Ουσιαστικό
1.2.1
Μεταφράσεις
Ελληνικά (el)
Επεξεργασία
Η σελίδα αυτή χρειάζεται επέκταση. Βοηθήστε το Βικιλεξικό
επεκτείνοντάς την
!
Ετυμολογία
Επεξεργασία
τένοντας
<
→ λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
Επεξεργασία
τένοντας
αρσενικό
δέσμες ινώδη ιστού που συνδέουν τους
μύες
με τα
οστά
Μεταφράσεις
Επεξεργασία
τένοντας
αγγλικά
:
tendon
(en)
,
τένοντας ή σύνδεσμος
:
sinew
(en)
βουλγαρικά
:
сухожилие
(bg)
πολωνικά
:
ścięgno
(pl)
τσεχικά
:
šlacha
(cs)