πέος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | πέος | τα | πέη |
γενική | του | πέους | των | πεών |
αιτιατική | το | πέος | τα | πέη |
κλητική | πέος | πέη | ||
Κατηγορία όπως «δάσος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- πέος < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική πέος
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /ˈpe.os/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : πέ‐ος
Ουσιαστικό
επεξεργασίαπέος ουδέτερο
- (ανατομία) το όργανο ούρησης και συνουσίας στα αρσενικά θηλαστικά, ορισμένα πτηνά και άλλα ζώα
- ※ Ήταν ένα πέος στη Δήλο / που ψήλωνε κάτω απ’ τον ήλιο·» (Γιώργος Σεφέρης/Μαθιός Πασχάλης, Τα εντεψίζικα*)
Σύνθετα
επεξεργασίαΣυνώνυμα
επεξεργασίαΣυνηθισμένες ονομασίες...
Χυδαίες ονομασίες...
και τα... μεγεθυντικά τους...
Ουδέτερες ονομασίες...
Μεταφράσεις
επεξεργασία πέος
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | τὸ | πέος | τὰ | πέη - πέεᾰ |
γενική | τοῦ | πέους - πέεος | τῶν | πεῶν - πεέων |
δοτική | τῷ | πέει - πέεῐ̈ | τοῖς | πέεσῐ(ν) |
αιτιατική | τὸ | πέος | τὰ | πέη - πέεα |
κλητική ὦ! | πέος | πέη - πέεα | ||
δυϊκός | ||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | πέει - πέεε | ||
γεν-δοτ | τοῖν | πεοῖν - πεέοιν | ||
3η κλίση, Κατηγορία 'βέλος' όπως «βέλος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- πέος < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *pes-
Ουσιαστικό
επεξεργασίαπέος ουδέτερο
Πηγές
επεξεργασία- πέος - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- πέος - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.