ματσούκα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | ματσούκα | οι | ματσούκες |
γενική | της | ματσούκας | — | |
αιτιατική | τη | ματσούκα | τις | ματσούκες |
κλητική | ματσούκα | ματσούκες | ||
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται. | ||||
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- ματσούκα < μεσαιωνική ελληνική ματσούκιον < βυζαντινός τύπος ματζούκα < μάλλον λατινική mazzoca
Ουσιαστικό
επεξεργασίαματσούκα θηλυκό και ματσούκι ουδέτερο
- ραβδί από χοντρό ξύλο, σαν μαγκούρα, για να στηρίζεται κάποιος αλλά και για να χτυπάει
- κάτι μακρύ και δυνητικά επικίνδυνο, πάντως άκομψο και άχρηστο και αναλογικά, μεγάλο
- Πάρε αυτή τη ματσούκα από εδώ μέσα
- παλούκι
- το γεννητικό όργανο των γαϊδάρων και όχι μόνον
Συγγενικά
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία ματσούκα
|