Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
ματσούκι
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Ουσιαστικό
1.2.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
προσχέδιο λήμματος
: μπορείτε να βοηθήσετε
επεκτείνοντάς το λήμμα
Ετυμολογία
επεξεργασία
ματσούκι
<
→
λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
επεξεργασία
ματσούκι
ουδέτερο
(
πληθυντικός
ματσούκια
)
ένα κομμάτι
ξύλο
που το χρησιμοποιούμε για να
δείρουμε
κάποιον
Μεταφράσεις
επεξεργασία
ματσούκι
γαλλικά
:
bâton
(fr)
,
trique
(fr)
γερμανικά
:
Knüppel
(de)