Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

ματσούκι < λείπει η ετυμολογία

  Ουσιαστικό επεξεργασία

ματσούκι ουδέτερο (πληθυντικός ματσούκια)

  Μεταφράσεις επεξεργασία