Νέα ελληνικά (el) Επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το ξύλο τα ξύλα
      γενική του ξύλου των ξύλων
    αιτιατική το ξύλο τα ξύλα
     κλητική ξύλο ξύλα
Κατηγορία όπως «πεύκο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
 
ξύλο ελιάς
 
ξύλο πεύκου

  Ετυμολογία Επεξεργασία

ξύλο < αρχαία ελληνική ξύλον

  Προφορά Επεξεργασία

ΔΦΑ : /ˈksi.lo/

  Ουσιαστικό Επεξεργασία

ξύλο ουδέτερο

  1. η ουσία από την οποία αποτελείται ο κορμός και τα κλαδιά ενός δέντρου ή θάμνου και χρησιμοποιείται από την άνθρωπο για την κατασκευή αντικειμένων
    μια βιβλιοθήκη από ξύλο τριανταφυλλιάς
    1. ένα κομμάτι από τον κορμό ή τα κλαδιά δέντρου
    2. (στον πληθυντικό) τμήματα από τον κορμό ή τα κλαδιά δέντρου που προορίζονται να καούν σε τζάκι, φούρνο κλπ (καυσόξυλα)
      πήγε στο δάσος να κόψει ξύλα
  2. (μόνο στον ενικό) η άσκηση βίας εναντίον ανθρώπου ή ζώου· ξυλοκόπημα, βιαιοπραγία
    παλιότερα το ξύλο ήταν μια αποδεκτή μορφή τιμωρίας για τα παιδιά

Εκφράσεις Επεξεργασία

  • πέφτει ξύλο : γίνεται ξυλοδαρμός
  • σπάω στο ξύλο, τον κάνω μπαλόνι στο ξύλο, τον μαυρίζω στο ξύλο, του τραβάω ένα ξύλο, του τραβάω ένα γερό χέρι ξύλοδείτε την έκφραση: σπάω στο ξύλο
  • το ξύλο της αρκούδας : πάρα πολύ ξύλο, ξυλοδαρμός
  • επί ξύλου κρεμάμενος: (μεταφορικά) φτωχός, χωρίς κανένα οικονομικό απόθεμα και χωρίς προσδοκία βοήθειας από πουθενά
  • χτύπα ξύλο : χρησιμοποιείται ως προτροπή από κάτι κακό που μόλις έχει ειπωθεί

Συγγενικές λέξεις Επεξεργασία

Σύνθετα Επεξεργασία

  Μεταφράσεις Επεξεργασία