κορμός
Ελληνικά (el) Επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | κορμός | οι | κορμοί |
γενική | του | κορμού | των | κορμών |
αιτιατική | τον | κορμό | τους | κορμούς |
κλητική | κορμέ | κορμοί | ||
όπως «αγρός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία Επεξεργασία
- κορμός < αρχαία ελληνική κορμός < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *(s)ker-[1] (κόβω)
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
κορμός αρσενικό
- (βοτανική) το τμήμα του φυτού πάνω από τις ρίζες και μέχρι τα κλαριά του
- (ανατομία) το μεσαίο τμήμα του ανθρώπινου σώματος, πάνω από τα πόδια και μέχρι τον αυχένα, το ανθρώπινο σώμα μη περιλαμβανομένων των άκρων και της κεφαλής
- το βασικό τμήμα ενός σχεδίου, μίας λειτουργίας, μίας οντότητας, μιας εργασίας θεωρητικής
- ο κορμός της έκθεσης, του προγράμματος, της παρέλασης
- (γαστρονομία) γλυκό με σοκολάτα και μπισκότα που στο σχήμα μοιάζει με κορμό δέντρου
- μαθήματα κορμού ονομάστηκαν τα βασικά μαθήματα της δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης, τα οποία και ήταν κοινά σε όλες τις κατευθύνσεις ως εξίσου σημαντικά για όλες τις επιστήμες
Παρεμφερείς όροιΕπεξεργασία
Επεξεργασία
- → δείτε τη λέξη κορμί
Πολυλεκτικοί όροιΕπεξεργασία
ΜεταφράσειςΕπεξεργασία
κορμός
Αρχαία ελληνικά (grc) Επεξεργασία
Πτώση | Ενικός | Δυϊκός | Πληθυντικός |
---|---|---|---|
Ονομαστική | κορμός | κορμώ | κορμοί |
Γενική | κορμοῦ | κορμοῖν | κορμῶν |
Δοτική | κορμῷ | κορμοῖν | κορμοῖς |
Αιτιατική | κορμόν | κορμώ | κορμούς |
Κλητική | κορμέ | κορμώ | κορμοί |
Ετυμολογία Επεξεργασία
κορμός < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *(s)ker-[1] (κόβω) (συγγενικό με τη λέξη κείρω)
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
κορμός αρσενικό
- (βοτανική) το μέρος ενός δέντρου από τις ρίζες μέχρι την κορυφή ή μέχρι εκεί που αρχίζει να διακλαδώνεται
- (συνεκδοχικά) το κομμένο τμήμα κορμού (1) δέντρου
Επεξεργασία
Επεξεργασία
- ↑ 1,0 1,1 Beekes, Robert (Μπέκες, Ρόμπερτ) (2010). Etymological Dictionary of Greek. [Ετυμολογικό λεξικό της ελληνικής γλώσσας] (στα αγγλικά) με την αρωγή του Lucien van Beek. Leiden: Brill.