κείρω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- κείρω < αρχαία ελληνική κείρω < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *(s)kér-ye- < *(s)ker- (κόβω)
Προφορά
επεξεργασίαΡήμα
επεξεργασίακείρω, παθητικό κείρομαι, παθητική μετοχή κεκαρμένος
Συγγενικά
επεξεργασία- άκαρι
- ακαριαίος
- απόκαρσις
- κατακερματίζω
- κατακερματισμένος
- κεκαρμένος
- κέρμα
- κερματίζω
- κερματισμένος
- κορμός
- κουρά
Μεταφράσεις
επεξεργασία κουρεύω
|
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- κείρω < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *(s)qer- (κόβω)
Ρήμα
επεξεργασίακείρω, μέλλοντας κερῶ, αόριστος ἔκειρα, παρακείμενος κέκαρκα, παθητικό κείρομαι
- κόβω τα μαλλιά κοντά ή τα ξυρίζω
- κόβω δέντρα ή καρπούς
- ※ 5ος πκε αιώνας ⌘ Ἡρόδοτος, Ἱστορίαι, 5 (Τερψιχόρη), 63.4
- κείραντες τῶν Φαληρέων τὸ πεδίον καὶ ἱππάσιμον ποιήσαντες τοῦτον τὸν χῶρον ἐπῆκαν τῷ στρατοπέδῳ τὴν ἵππον·
- έκοψαν σύρριζα όλα τα δέντρα της πεδιάδας του Φαλήρου και την έκαναν βατή στο ιππικό, κι ύστερα έριξαν το ιππικό πάνω στο στρατόπεδο·
- Μετάφραση (1992): Ηλίας Σπυρόπουλος. Αθήνα:Γκοβόστης @greek‑language.gr
- κείραντες τῶν Φαληρέων τὸ πεδίον καὶ ἱππάσιμον ποιήσαντες τοῦτον τὸν χῶρον ἐπῆκαν τῷ στρατοπέδῳ τὴν ἵππον·
- ※ 5ος πκε αιώνας ⌘ Ἡρόδοτος, Ἱστορίαι, 5 (Τερψιχόρη), 63.4
- καταστρέφω, κατασπαράζω
Συγγενικά
επεξεργασίαΠηγές
επεξεργασία- κείρω - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- κείρω - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.