Ετυμολογία

επεξεργασία
κείρω < αρχαία ελληνική κείρω < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *(s)kér-ye- < *(s)ker- (κόβω)

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /ˈci.ɾo/

κείρω, παθητικό κείρομαι, παθητική μετοχή κεκαρμένος

  1. (αρχαιοπρεπές) κουρεύω
  2. (θρησκεία) περιβάλλω κάποιον ή κάποια με το μοναχικό σχήμα, τον κάνω μοναχό

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία



  Ετυμολογία

επεξεργασία
κείρω < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *(s)qer- (κόβω)

κείρω, μέλλοντας κερῶ, αόριστος ἔκειρα, παρακείμενος κέκαρκα, παθητικό κείρομαι

  1. κόβω τα μαλλιά κοντά ή τα ξυρίζω
  2. κόβω δέντρα ή καρπούς
    5ος πκε αιώνας   Ἡρόδοτος, Ἱστορίαι, 5 (Τερψιχόρη), 63.4
    κείραντες τῶν Φαληρέων τὸ πεδίον καὶ ἱππάσιμον ποιήσαντες τοῦτον τὸν χῶρον ἐπῆκαν τῷ στρατοπέδῳ τὴν ἵππον·
    έκοψαν σύρριζα όλα τα δέντρα της πεδιάδας του Φαλήρου και την έκαναν βατή στο ιππικό, κι ύστερα έριξαν το ιππικό πάνω στο στρατόπεδο·
    Μετάφραση (1992): Ηλίας Σπυρόπουλος. Αθήνα:Γκοβόστης @greek‑language.gr
  3. καταστρέφω, κατασπαράζω

Συγγενικά

επεξεργασία