Ετυμολογία

επεξεργασία
κουρεύω < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική κουρεύω < ελληνιστική κοινή κουρεύομαι < κουρά

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /kuˈɾe.vo/

κουρεύω, πρτ.: κούρευα, στ.μέλλ.: θα κουρέψω, αόρ.: κούρεψα, παθ.φωνή: κουρεύομαι, μτχ.π.π.: κουρεμένος

  1. κόβω τα μαλλιά ή το τρίχωμα ανθρώπου ή ζώου
  2. (συνεκδοχικά) κόβω το γρασίδι

Συγγενικά

επεξεργασία

Εκφράσεις

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία