Δείτε επίσης: sheer
ενεστώτας shear
γ΄ ενικό ενεστώτα shears
αόριστος sheared, shore
παθητική μετοχή shorn, sheared
ενεργητική μετοχή shearing

shear (en)

  1. κόβω
  2. ψαλιδίζω
  3. κουρεύω πρόβατο, κουρεύω το μαλλί από πρόβατο ή άλλο είδος που προσφέρει μαλλί
  4. (φωτογραφία) παραμορφώνω εικόνα λοξά, αποδίδω πλάγια παραμόρφωση εικόνας
  5. (φυσική) διάτμηση, είδος παραμόρφωσης

Δείτε επίσης

επεξεργασία