κόβω
Νέα ελληνικά (el)Επεξεργασία
Ετυμολογία Επεξεργασία
κόβω < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική κόβω < αρχαία ελληνική κόπτω [1]
ΠροφοράΕπεξεργασία
- ΔΦΑ : /ˈko.vo/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : κό‐βω
ΡήμαΕπεξεργασία
κόβω, πρτ.: έκοβα, στ.μέλλ.: θα κόψω, αόρ.: έκοψα, παθ.φωνή: κόβομαι, π.αόρ.: κόπηκα, μτχ.π.π.: κομμένος
- διαιρώ κάτι σε μικρότερα μέρη
- ↪ πότε θα κοπεί η πρωτοχρονιάτικη πίτα;
- αφαιρώ ένα μέρος από κάτι· αποκόπτω
- ↪ έκοψε ένα κλαδί από το δέντρο - το κείμενο είναι πολύ μεγάλο, να κόψουμε κάτι
- ↪ κόπηκε ένα κλαδί από το δέντρο
- διακόπτω κάτι ή κάποιον
- ↪ τον έκοψαν πάνω στο καλύτερο
- εγκαταλείπω, διακόπτω μια συνήθεια
- αναγκάζω κάποιον να διακόψει μια συνήθεια
- ↪ θα του τα κόψω εγώ αυτά
- (λαϊκότροπο) υποθέτω ή δημιουργώ ή έχω μια γνώμη για τον χαρακτήρα κάποιου
- ↪ δεν τον έκοψες τι κουμάσι ήταν;
- ↪ Εγώ σε κόβω για πολύ καλό μαθητή και ελπίζω να μη με απογοητεύσεις στις εξετάσεις.
- (χαρτοπαίγνια) μετακινώ ένα τμήμα της τράπουλας από το πάνω στο κάτω μέρος της
- (σχολική ζωή, διαγωνισμοί) ως βαθμολογητής βάζω βαθμό κάτω από τη βάση σε κάποιον
- ↪ κόπηκε στα μαθηματικά
- (μαγειρική, αμετάβατο) για κρέμες όταν αλλοιώνεται η όψη και η γεύση τους επειδή το αυγό που περιέχεται στα υλικά τους βράζει
- ↪ Αν δεν ανακατεύεις συνέχεια το αβγολέμονο, θα σου κόψει.
- (μαγειρική, αμετάβατο) για το γάλα όταν έχει τυροποιηθεί μερικώς λόγω όξυνσης ή ηλικίας
- ↪ Ποιος ξέρει πόσες μέρες το έχει αυτό το γάλα, έβαλα να το ζεστάνω και αυτό έκοψε.
- (αμετάβατο) στρίβω με όχημα ή πεζός
- ※ Ο Γκανίας αγόρασε ένα κουλούρι κι έκοψε απ’ την οδό Ακαδημίας. (Τάσος Αθανασιάδης (1984) Οι τελευταίοι εγγονοί [μυθιστόρημα])
- (αθλητισμός) παρεμβαίνω αμυντικά και αποτρέπω επιθετική κίνηση ή πάσα του αντιπάλου
- → και δείτε το παθητικό κόβομαι
ΣυνώνυμαΕπεξεργασία
ΕκφράσειςΕπεξεργασία
- κόβει το μυαλό του, του κόβει: για κάποιον έξυπνο, εύστροφο (που έχει κοφτερό μυαλό)
- κόβει το μάτι του: για κάποιον που είναι παρατηρητικός ή/και διορατικός
- κόβω το τιμόνι δεξιά (ή αριστερά): στρέφω απότομα το τιμόνι προς μια διεύθυνση
- κόβω δρόμο: ακολουθώ μια συντομότερη διαδρομή
- μου έκοψε τη χολή: με αιφνιδίασε και με τρόμαξε, με κοψοχόλιασε
- μου κόπηκαν τα ήπατα, μου κόπηκαν τα πόδια → δείτε την έκφραση: πάγωσε το αίμα μου
- κόβω λεφτά: εκδίδω νόμισμα (όπως κάνει το νομισματοκοπείο) · (μεταφορικά) έχω πολλά κέρδη
Επεξεργασία
ΣύνθεταΕπεξεργασία
όπως ενδεικτικά
Επίσης
→ και δείτε τη λέξη κόπτω για περισσότερα σύνθετα
ΚλίσηΕπεξεργασία
Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | κόβω | έκοβα | θα κόβω | να κόβω | κόβοντας | |
β' ενικ. | κόβεις | έκοβες | θα κόβεις | να κόβεις | κόβε | |
γ' ενικ. | κόβει | έκοβε | θα κόβει | να κόβει | ||
α' πληθ. | κόβουμε | κόβαμε | θα κόβουμε | να κόβουμε | ||
β' πληθ. | κόβετε | κόβατε | θα κόβετε | να κόβετε | κόβετε | |
γ' πληθ. | κόβουν(ε) | έκοβαν κόβαν(ε) |
θα κόβουν(ε) | να κόβουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | έκοψα | θα κόψω | να κόψω | κόψει | ||
β' ενικ. | έκοψες | θα κόψεις | να κόψεις | κόψε | ||
γ' ενικ. | έκοψε | θα κόψει | να κόψει | |||
α' πληθ. | κόψαμε | θα κόψουμε | να κόψουμε | |||
β' πληθ. | κόψατε | θα κόψετε | να κόψετε | κόψτε | ||
γ' πληθ. | έκοψαν κόψαν(ε) |
θα κόψουν(ε) | να κόψουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω κόψει | είχα κόψει | θα έχω κόψει | να έχω κόψει | ||
β' ενικ. | έχεις κόψει | είχες κόψει | θα έχεις κόψει | να έχεις κόψει | ||
γ' ενικ. | έχει κόψει | είχε κόψει | θα έχει κόψει | να έχει κόψει | ||
α' πληθ. | έχουμε κόψει | είχαμε κόψει | θα έχουμε κόψει | να έχουμε κόψει | ||
β' πληθ. | έχετε κόψει | είχατε κόψει | θα έχετε κόψει | να έχετε κόψει | ||
γ' πληθ. | έχουν κόψει | είχαν κόψει | θα έχουν κόψει | να έχουν κόψει |
|
Παθητική φωνή → λείπει η κλίση
Παθητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | κόβομαι | κοβόμουν(α) | θα κόβομαι | να κόβομαι | ||
β' ενικ. | κόβεσαι | κοβόσουν(α) | θα κόβεσαι | να κόβεσαι | κόβου | |
γ' ενικ. | κόβεται | κοβόταν(ε) | θα κόβεται | να κόβεται | ||
α' πληθ. | κοβόμαστε | κοβόμαστε κοβόμασταν |
θα κοβόμαστε | να κοβόμαστε | ||
β' πληθ. | κόβεστε | κοβόσαστε κοβόσασταν |
θα κόβεστε | να κόβεστε | κόβεστε | |
γ' πληθ. | κόβονται | κόβονταν κοβόντουσαν |
θα κόβονται | να κόβονται | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | κόπηκα | θα κοπώ | να κοπώ | κοπεί | ||
β' ενικ. | κόπηκες | θα κοπείς | να κοπείς | κόψου | ||
γ' ενικ. | κόπηκε | θα κοπεί | να κοπεί | |||
α' πληθ. | κοπήκαμε | θα κοπούμε | να κοπούμε | |||
β' πληθ. | κοπήκατε | θα κοπείτε | να κοπείτε | κοπείτε | ||
γ' πληθ. | κόπηκαν κοπήκαν(ε) |
θα κοπούν(ε) | να κοπούν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | έχω κοπεί | είχα κοπεί | θα έχω κοπεί | να έχω κοπεί | κομμένος | |
β' ενικ. | έχεις κοπεί | είχες κοπεί | θα έχεις κοπεί | να έχεις κοπεί | ||
γ' ενικ. | έχει κοπεί | είχε κοπεί | θα έχει κοπεί | να έχει κοπεί | ||
α' πληθ. | έχουμε κοπεί | είχαμε κοπεί | θα έχουμε κοπεί | να έχουμε κοπεί | ||
β' πληθ. | έχετε κοπεί | είχατε κοπεί | θα έχετε κοπεί | να έχετε κοπεί | ||
γ' πληθ. | έχουν κοπεί | είχαν κοπεί | θα έχουν κοπεί | να έχουν κοπεί |
ΜεταφράσειςΕπεξεργασία
κόβω
|
διακόπτω μια συνήθεια
- ↑ κόβω - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής. (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη. Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας.