κόβω
Ελληνικά (el) Επεξεργασία
Ετυμολογία Επεξεργασία
κόβω < αρχαία ελληνική κόπτω
ΠροφοράΕπεξεργασία
ΡήμαΕπεξεργασία
κόβω, πρτ.: έκοβα, στ.μέλλ.: θα κόψω, αόρ.: έκοψα, παθ.φωνή: κόβομαι, μτχ.π.π.: κομμένος
- διαιρώ κάτι σε μικρότερα μέρη
- πότε θα κόψουμε την πρωτοχρονιάτικη πίτα;
- αφαιρώ ένα μέρος από κάτι· αποκόπτω
- έκοψε ένα κλαδί από το δέντρο - το κείμενο είναι πολύ μεγάλο, να κόψουμε κάτι
- διακόπτω κάτι ή κάποιον
- τον έκοψαν πάνω στο καλύτερο
- εγκαταλείπω, διακόπτω μια συνήθεια
- αναγκάζω κάποιον να διακόψει μια συνήθεια
- θα του τα κόψω εγώ αυτά
- (λαϊκότροπο) υποθέτω ή δημιουργώ ή έχω μια γνώμη για τον χαρακτήρα κάποιου
- δεν τον έκοψες τι κουμάσι ήταν;
- εγώ σε κόβω για πολύ καλό μαθητή και ελπίζω να μη με απογοητεύσεις στις εξετάσεις
- (χαρτοπαίγνια) μετακινώ ένα τμήμα της τράπουλας από το πάνω στο κάτω μέρος της
- (σχολική ζωή, διαγωνισμοί) ως βαθμολογητής βάζω βαθμό κάτω από τη βάση σε κάποιον
- τον έκοψαν στα μαθηματικά
- (μαγειρική, αμετάβατο) για κρέμες όταν αλλοιώνεται η όψη και η γεύση τους επειδή το αυγό που περιέχεται στα υλικά τους βράζει
- αν δεν ανακατεύεις συνέχεια το αβγολέμονο, θα σου κόψει
- (μαγειρική, αμετάβατο) για το γάλα όταν έχει τυροποιηθεί μερικώς λόγω όξυνσης ή ηλικίας
- ποιος ξέρει πόσες μέρες το έχει αυτό το γάλα, έβαλα να το ζεστάνω και αυτό έκοψε
- (αθλητισμός) παρεμβαίνω αμυντικά και αποτρέπω επιθετική κίνηση ή πάσα του αντιπάλου
ΕκφράσειςΕπεξεργασία
- κόβει το μυαλό του, του κόβει: για κάποιον έξυπνο, εύστροφο (που έχει κοφτερό μυαλό)
- κόβει το μάτι του: για κάποιον που είναι παρατηρητικός ή/και διορατικός
- κόβω το τιμόνι δεξιά (ή αριστερά): στρέφω απότομα το τιμόνι προς μια διεύθυνση
- κόβω δρόμο: ακολουθώ μια συντομότερη διαδρομή
- μου έκοψε τη χολή: με αιφνιδίασε και με τρόμαξε, με κοψοχόλιασε
- κόβω λεφτά: εκδίδω νόμισμα (όπως κάνει το νομισματοκοπείο) · (μεταφορικά) έχω πολλά κέρδη
ΣυνώνυμαΕπεξεργασία
ΚλίσηΕπεξεργασία
Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | κόβω | έκοβα | θα κόβω | να κόβω | κόβοντας | |
β' ενικ. | κόβεις | έκοβες | θα κόβεις | να κόβεις | κόβε | |
γ' ενικ. | κόβει | έκοβε | θα κόβει | να κόβει | ||
α' πληθ. | κόβουμε | κόβαμε | θα κόβουμε | να κόβουμε | ||
β' πληθ. | κόβετε | κόβατε | θα κόβετε | να κόβετε | κόβετε | |
γ' πληθ. | κόβουν(ε) | έκοβαν κόβαν(ε) |
θα κόβουν(ε) | να κόβουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | έκοψα | θα κόψω | να κόψω | κόψει | ||
β' ενικ. | έκοψες | θα κόψεις | να κόψεις | κόψε | ||
γ' ενικ. | έκοψε | θα κόψει | να κόψει | |||
α' πληθ. | κόψαμε | θα κόψουμε | να κόψουμε | |||
β' πληθ. | κόψατε | θα κόψετε | να κόψετε | κόψτε | ||
γ' πληθ. | έκοψαν κόψαν(ε) |
θα κόψουν(ε) | να κόψουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω κόψει | είχα κόψει | θα έχω κόψει | να έχω κόψει | ||
β' ενικ. | έχεις κόψει | είχες κόψει | θα έχεις κόψει | να έχεις κόψει | ||
γ' ενικ. | έχει κόψει | είχε κόψει | θα έχει κόψει | να έχει κόψει | ||
α' πληθ. | έχουμε κόψει | είχαμε κόψει | θα έχουμε κόψει | να έχουμε κόψει | ||
β' πληθ. | έχετε κόψει | είχατε κόψει | θα έχετε κόψει | να έχετε κόψει | ||
γ' πληθ. | έχουν κόψει | είχαν κόψει | θα έχουν κόψει | να έχουν κόψει |
|
Επεξεργασία
- κοπή
- κοπίδι
- → δείτε τη λέξη κόπος
- κοπτήρας
- κόπτης, κόφτης, Κόπτης
- κοπτικός
- κόπτομαι
- κοφτερός
- κόψη
- κοψιά
- κοψίδι
- κόψιμο
ΣύνθεταΕπεξεργασία
- κοψοχείλης
- κοψομεσιάζω, κοψομεσιάζομαι
- κοψοχέρης
- κοψοχολιάζω
- κοψοχρονιά
- → δείτε τη λέξη κόπτω
- → δείτε τη λέξη -κοπώ
ΜεταφράσειςΕπεξεργασία
κόβω
διακόπτω μια συνήθεια