κοψιά
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | κοψιά | οι | κοψιές |
γενική | της | κοψιάς | των | κοψιών |
αιτιατική | την | κοψιά | τις | κοψιές |
κλητική | κοψιά | κοψιές | ||
Οι καταλήξεις προφέρονται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «καρδιά» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- κοψιά < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
επεξεργασίακοψιά θηλυκό
- το κόψιμο, η πληγή που δημιουργεί το κόψιμο
- κατατομή, όψη, προφίλ ή ανφάς, ενός αντικειμένου ή ατόμου