mine
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαΚλιτικός τύπος αντωνυμίας
επεξεργασίαmine (en) (κτητική αντωνυμία του I)
- δικός μου
- ⮡ These are mine.
- Αυτά είναι δικά μου.
- ⮡ Mine is on the table.
- Το δικό μου είναι στο τραπέζι.
- → δείτε ο κτητικός προσδιοριστής my
- ⮡ These are mine.
Δείτε επίσης
επεξεργασίααγγλικές αντωνυμίες - English pronouns
Ουσιαστικό
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
mine | mines |
mine (en)
- το ορυχείο, το μεταλλείο
- όρυγμα γεμισμένο με εκρηκτικά
- (οπλισμός, στρατιωτικός όρος, ναυτικός όρος) νάρκη (εκρηκτικός μηχανισμός)
- → δείτε και τις λέξεις minefield και minesweeper
- (μεταφορικά) ο θησαυρός
- ⮡ She is a mine of information
- Είναι θησαυρός πληροφοριών
- ≈ συνώνυμα: → δείτε τη λέξη repository
- ⮡ She is a mine of information
Ρήμα
επεξεργασίαενεστώτας | mine |
γ΄ ενικό ενεστώτα | mines |
αόριστος | mined |
παθητική μετοχή | mined |
ενεργητική μετοχή | mining |
mine (en)
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασίαΕτυμολογία 1
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
mine | mines |
Ουσιαστικό
επεξεργασίαmine (fr) θηλυκό
Συνώνυμα
επεξεργασίαΕτυμολογία 2
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
mine | mines |
- mine < ίσως από τη γαλλορωμανική *mina < κελτικής προέλευσης
Ουσιαστικό
επεξεργασίαmine (fr) θηλυκό