Κλιτικός τύπος αντωνυμίας

επεξεργασία

mine (en) (κτητική αντωνυμία του I)

  • δικός μου
    ⮡  These are mine.
    Αυτά είναι δικά μου.
    ⮡  Mine is on the table.
    Το δικό μου είναι στο τραπέζι.
    → δείτε ο κτητικός προσδιοριστής my

Δείτε επίσης

επεξεργασία

  Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
mine mines

mine (en)

  1. το ορυχείο, το μεταλλείο
  2. όρυγμα γεμισμένο με εκρηκτικά
  3. (οπλισμός, στρατιωτικός όρος, ναυτικός όρος) νάρκη (εκρηκτικός μηχανισμός)
    → δείτε και τις λέξεις minefield και minesweeper
  4. (μεταφορικά) ο θησαυρός
    ⮡  She is a mine of information
    Είναι θησαυρός πληροφοριών
     συνώνυμα: → δείτε τη λέξη repository
ενεστώτας mine
γ΄ ενικό ενεστώτα mines
αόριστος mined
παθητική μετοχή mined
ενεργητική μετοχή mining

mine (en)

  1. εξορύσσω
  2. ναρκοθετώ
  3. προκαλώ βλάβη σε όχημα ή σκάφος με νάρκη



  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /min/

  Ετυμολογία 1

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
mine mines
mine < ίσως από τη βρετανική min (ράμφος, ρύγχος)

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

mine (fr) θηλυκό

  1. η εμφάνιση του σώματος
  2. η εμφάνιση του προσώπου που δείχνει τη φυσική κατάστασή του

Συνώνυμα

επεξεργασία

  Ετυμολογία 2

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
mine mines
mine < ίσως από τη γαλλορωμανική *mina < κελτικής προέλευσης

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

mine (fr) θηλυκό

  1. η στήλη γραφίτη που βρίσκεται στο εσωτερικό των μολυβιών
  2. το ορυχείο, το μεταλλείο, το μεταλλωρυχείο
    → δείτε και τις λέξεις minerai και mineur
  3. (οπλισμός) η νάρκη
    → δείτε και τις λέξεις miner, champ de mines, déminage, déminer και démineur