αυτοπαθής
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | αυτοπαθής | η | αυτοπαθής | το | αυτοπαθές |
γενική | του | αυτοπαθούς* | της | αυτοπαθούς | του | αυτοπαθούς |
αιτιατική | τον | αυτοπαθή | την | αυτοπαθή | το | αυτοπαθές |
κλητική | αυτοπαθή(ς) | αυτοπαθής | αυτοπαθές | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | αυτοπαθείς | οι | αυτοπαθείς | τα | αυτοπαθή |
γενική | των | αυτοπαθών | των | αυτοπαθών | των | αυτοπαθών |
αιτιατική | τους | αυτοπαθείς | τις | αυτοπαθείς | τα | αυτοπαθή |
κλητική | αυτοπαθείς | αυτοπαθείς | αυτοπαθή | |||
* Και προφορικός τύπος σε -ή στη γενική ενικού αρσενικού, ή και θηλυκού | ||||||
Κατηγορία όπως «συνεχής» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία
επεξεργασία- αυτοπαθής < (ελληνιστική κοινή) αὐτοπαθής (χρησιμοποιήθηκε από τους Αλεξανδρινούς συγγραφείς για να διαχωρίσει τις αντωνυμίες σε «ἀλλοπαθεῖς» και «αὐτοπαθεῖς», αλλά και τα ρήματα σε «μεταβατικά» και «αυτοπαθῆ»)
Επίθετο
επεξεργασίααυτοπαθής, -ής, -ές
- (γραμματική) για ρήμα του οποίου η ενέργεια επιστρέφει στο υποκείμενο
- (γραμματική) για αντωνυμία που εκφράζει την παραπάνω σχέση
- (αρχαιοπρεπές) που από μόνος του παθαίνει κάτι ή αποκτά πείρα κάποιου πράγματος