Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο αυτοπαθητικός η αυτοπαθητική το αυτοπαθητικό
      γενική του αυτοπαθητικού της αυτοπαθητικής του αυτοπαθητικού
    αιτιατική τον αυτοπαθητικό την αυτοπαθητική το αυτοπαθητικό
     κλητική αυτοπαθητικέ αυτοπαθητική αυτοπαθητικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι αυτοπαθητικοί οι αυτοπαθητικές τα αυτοπαθητικά
      γενική των αυτοπαθητικών των αυτοπαθητικών των αυτοπαθητικών
    αιτιατική τους αυτοπαθητικούς τις αυτοπαθητικές τα αυτοπαθητικά
     κλητική αυτοπαθητικοί αυτοπαθητικές αυτοπαθητικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

αυτοπαθητικός < αυτοπαθής + -τικός

  Επίθετο επεξεργασία

αυτοπαθητικός

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία