Ετυμολογία

επεξεργασία
παραπάνω < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική παραπάνω. Συγχρονικά αναλύεται σε παρα- + πάνω
ΔΦΑ : /pa.ɾaˈpa.no/
ΔΦΑ : /ˈpa.ɾaˈpa.no/ με έμφαση, προσδιορίζοντας τόπο

Επίρρημα

επεξεργασία

παραπάνω

  1. πιο πάνω
    1. σε ύψος
    2. σε επίπεδο, προς το σημείο που θεωρείται πιο πάνω
        μένει δυο δρόμους παραπάνω
    3. σε όγκο ή ποσότητα, επιπλέον
        είναι εκατό γραμμάρια παραπάνω, να τ' αφήσω;
  2. πιο πολλή ώρα
      Στάθηκε εκεί σαν χαμένη, αποφασίζοντας να μείνει μισό λεπτό, μισό λεπτάκι μόνο, ούτε στιγμή παραπάνω. (Σώτη Τριανταφύλλου (2004). Η φυγή [μυθιστόρημα])

Συνώνυμα

επεξεργασία

Αντώνυμα

επεξεργασία

Παράγωγα

επεξεργασία

Εκφράσεις

επεξεργασία
  • (και) με το παραπάνω

Μεταφράσεις

επεξεργασία