παραπάνω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
- παραπάνω < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική παραπάνω. Συγχρονικά αναλύεται σε παρα- + πάνω
Προφορά
επεξεργασία
Επίρρημα
επεξεργασία
παραπάνω
- πιο πάνω
- σε ύψος
- σε επίπεδο, προς το σημείο που θεωρείται πιο πάνω
- ⮡ μένει δυο δρόμους παραπάνω
- σε όγκο ή ποσότητα, επιπλέον
- ⮡ είναι εκατό γραμμάρια παραπάνω, να τ' αφήσω;
- πιο πολλή ώρα
- ※ Στάθηκε εκεί σαν χαμένη, αποφασίζοντας να μείνει μισό λεπτό, μισό λεπτάκι μόνο, ούτε στιγμή παραπάνω. (Σώτη Τριανταφύλλου (2004). Η φυγή [μυθιστόρημα])
Συνώνυμα
επεξεργασίαΑντώνυμα
επεξεργασίαΠαράγωγα
επεξεργασίαΕκφράσεις
επεξεργασία- (και) με το παραπάνω
Μεταφράσεις
επεξεργασία
παραπάνω
πιο πολλή ώρα
ένα παραπάνω
(και) με το παραπάνω