παραπάνω
Νέα ελληνικά (el)Επεξεργασία
Ετυμολογία Επεξεργασία
- παραπάνω < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική παραπάνω. Συγχρονικά αναλύεται σε παρα- + πάνω
ΠροφοράΕπεξεργασία
- ΔΦΑ : /pa.ɾaˈpa.no/
- ΔΦΑ : /ˈpa.ɾaˈpa.no/ με έμφαση, προσδιορίζοντας τόπο
ΕπίρρημαΕπεξεργασία
παραπάνω
- πιο πάνω
- σε ύψος
- σε επίπεδο, προς το σημείο που θεωρείται πιο πάνω
- ↪ μένει δυο δρόμους παραπάνω
- σε όγκο ή ποσότητα, επιπλέον
- ↪ είναι εκατό γραμμάρια παραπάνω, να τ' αφήσω;
- πιο πολλή ώρα
- ※ Στάθηκε εκεί σαν χαμένη, αποφασίζοντας να μείνει μισό λεπτό, μισό λεπτάκι μόνο, ούτε στιγμή παραπάνω. (Σώτη Τριανταφύλλου (2004). Η φυγή [μυθιστόρημα])
ΣυνώνυμαΕπεξεργασία
ΑντώνυμαΕπεξεργασία
Επεξεργασία
ΕκφράσειςΕπεξεργασία
- (και) με το παραπάνω
ΜεταφράσειςΕπεξεργασία
παραπάνω
ένα παραπάνω
(και) με το παραπάνω