plus
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΕπίθετο
επεξεργασίαplus (en) (χωρίς παραθετικά)
- παραπάνω από, χρησιμοποιείται μετά από έναν αριθμό για να δείξει ότι ο πραγματικός αριθμός είναι μεγαλύτερος από αυτόν που αναφέρεται
- ↪ He spoke for an hour plus.
- Μίλησε παραπάνω από μια ώρα.
- ↪ He spoke for an hour plus.
- συν, μεγαλύτερο από το μηδέν
- ↪ The thermometer will reach plus 30 degrees Celsius.
- Το θερμόμετρο θα φτάσει στους συν 30 βαθμούς Κελσίου.
- ↪ The thermometer will reach plus 30 degrees Celsius.
- ευχάριστος, χρησιμοποιείται για να περιγράψει μια πλευρά κάτι που θεωρώ ότι είναι καλό
- ↪ I am looking at the plus side.
- Βλέπω την ευχάριστη πλευρά.
- ↪ I am looking at the plus side.
Ουσιαστικό
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
plus | pluses |
plus (en)
- (ανεπίσημο) το πλεονέκτημα, τα συν
Πρόθεση
επεξεργασίαplus (en)
- (μαθηματικά) συν, και, για αριθμούς
- ↪ Five plus two equals seven.
- Πέντε συν δύο ίσον εφτά.
- ↪ Zero plus one equals one.
- Μηδέν και ένα κάνει ένα.
- ↪ Five plus two equals seven.
- συν, επιπλέον
- ↪ It will cost you a thousand euros plus deductions.
- Θα σου στοιχίσει χίλια ευρώ συν τις κρατήσεις.
- ↪ It will cost you a thousand euros plus deductions.
Σύνδεσμος
επεξεργασία- επιπλέον…και
- ↪ I don’t like it; plus, it’s too expensive.
- Δεν μ' αρέσει, επιπλέον είναι και πολύ ακριβό.
- ↪ He gave me advice plus money as well.
- Μου 'δωσε συμβουλές κι επιπλέον και χρήματα.
- ≈ συνώνυμα: → δείτε τη λέξη additionally
- ↪ I don’t like it; plus, it’s too expensive.
Πηγές
επεξεργασία- plus (adjective) - Oxford Learner's Dictionaries
- plus (noun) - Oxford Learner's Dictionaries
- plus (preposition) - Oxford Learner's Dictionaries
- plus (conjunction) - Oxford Learner's Dictionaries
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασίαΕπίρρημα
επεξεργασίαplus (fr)
- πιο, περισσότερο
- Il est plus fort que toi. - Είναι πιο δυνατός από σένα
- συν
- Un plus un égale deux. - Ένα συν ένα ίσον δύο.
- πια
- Il n'est plus ici - Δεν είναι πια εδώ
Ίντο (io)
επεξεργασίαΣύνδεσμος
επεξεργασίαplus (io)
Λατινικά (la)
επεξεργασίαΕπίθετο
επεξεργασίαplus (la)
- συγκριτικός βαθμός του multus
Πολωνικά (pl)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαplus (pl) αρσενικό