Ετυμολογία

επεξεργασία

plus (en) (χωρίς παραθετικά)

  1. παραπάνω από, χρησιμοποιείται μετά από έναν αριθμό για να δείξει ότι ο πραγματικός αριθμός είναι μεγαλύτερος από αυτόν που αναφέρεται
    παράδειγμα  He spoke for an hour plus.
    Μίλησε παραπάνω από μια ώρα.
  2. συν, μεγαλύτερο από το μηδέν
    παράδειγμα  The thermometer will reach plus 30 degrees Celsius.
    Το θερμόμετρο θα φτάσει στους συν 30 βαθμούς Κελσίου.
  3. ευχάριστος, χρησιμοποιείται για να περιγράψει μια πλευρά κάτι που θεωρώ ότι είναι καλό
    παράδειγμα  I am looking at the plus side.
    Βλέπω την ευχάριστη πλευρά.

Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
plus pluses

plus (en)

plus (en)

  1. (μαθηματικά) συν, και, για αριθμούς
    παράδειγμα  Five plus two equals seven.
    Πέντε συν δύο ίσον εφτά.
    παράδειγμα  Zero plus one equals one.
    Μηδέν και ένα κάνει ένα.
  2. συν, επιπλέον
    παράδειγμα  It will cost you a thousand euros plus deductions.
    Θα σου στοιχίσει χίλια ευρώ συν τις κρατήσεις.

Σύνδεσμος

επεξεργασία

plus (en) (ανεπίσημο)

  • επιπλέον…και
    παράδειγμα  I don’t like it; plus, it’s too expensive.
    Δεν μ' αρέσει, επιπλέον είναι και πολύ ακριβό.
    παράδειγμα  He gave me advice plus money as well.
    Μου 'δωσε συμβουλές κι επιπλέον και χρήματα.
     συνώνυμα:  δείτε τη λέξη additionally

Ετυμολογία

επεξεργασία

Επίρρημα

επεξεργασία

plus (fr)

  1. πιο, περισσότερο
    Il est plus fort que toi. - Είναι πιο δυνατός από σένα
  2. συν
    Un plus un égale deux. - Ένα συν ένα ίσον δύο.
  3. πια
    Il n'est plus ici - Δεν είναι πια εδώ



Σύνδεσμος

επεξεργασία

plus (io)



plus (la)

  • συγκριτικός βαθμός του multus



Ετυμολογία

επεξεργασία

Ουσιαστικό

επεξεργασία

plus (pl) αρσενικό

  1. συν