Αγγλικά (en) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

plus < λατινική plus

  Επίρρημα επεξεργασία

plus (en)



Γαλλικά (fr) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

plus < λατινική plus

  Προφορά επεξεργασία

 

  Επίρρημα επεξεργασία

plus (fr)

  1. πιο, περισσότερο
    Il est plus fort que toi. - Είναι πιο δυνατός από σένα
  2. συν
    Un plus un égale deux. - Ένα συν ένα ίσον δύο.
  3. πια
    Il n'est plus ici - Δεν είναι πια εδώ



Ίντο (io) επεξεργασία

  Σύνδεσμος επεξεργασία

plus (io)



Λατινικά (la) επεξεργασία

  Επίθετο επεξεργασία

plus (la)

  • συγκριτικός βαθμός του multus



Πολωνικά (pl) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

plus < λατινική plus

  Προφορά επεξεργασία

 

  Ουσιαστικό επεξεργασία

plus (pl) αρσενικό

  1. συν