ενικός         πληθυντικός  
advantage advantages

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

advantage (en) (μετρήσιμο και μη μετρήσιμο)

  1. το πλεονέκτημα, το όφελος, το κέρδος, το ωφέλημα, κάτι που με βοηθά να είμαι καλύτερος ή πιο επιτυχημένος
    ⮡  He has the advantage of experience over you.
    Έχει το πλεονέκτημα της πείρας σε σχέση με σένα.
    ⮡  It is not to our advantage.
    Δεν είναι προς όφελός μας.
    ⮡  I expect we will gain some advantage from it.
    Ελπίζω να έχουμε κάποιο όφελος από αυτό.
    ⮡  I gained a minimal advantage from it.
    Ελάχιστο κέρδος μου απόφερε αυτό.
    ⮡  the advantages of a good education - τα ωφελήματα της μόρφωσης
  2. το πλεονέκτημα, το προτέρημα, χαρακτηριστικό κάτι που το κάνει καλύτερο ή πιο χρήσιμο
    ⮡  It’s an advantage to buy in bulk.
    Είναι πλεονέκτημα να αγοράζεις χονδρικώς.
    ⮡  This solution has the added advantage of…
    Η λύση αυτή έχει το πρόσθετο πλεονέκτημα ότι…
    ⮡  The advantage of these tires is that…
    Το προτέρημα αυτών των ελαστικών είναι ότι…
    ⮡  The big advantage of his plan is its low cost.
    Το μεγάλο προτέρημα του σχεδίου του είναι το χαμηλό κόστος.

Συνώνυμα

επεξεργασία

Αντώνυμα

επεξεργασία