interest
Αγγλικά (en)Επεξεργασία
Ετυμολογία Επεξεργασία
- interest < (άμεσο δάνειο) παλαιά γαλλική interesse < λατινική interesse
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
interest | interests |
interest (en)
- το ενδιαφέρον
- ο τόκος δανεισμού
ΡήμαΕπεξεργασία
ενεστώτας | interest |
γ΄ ενικό ενεστώτα | interests |
αόριστος | interested |
παθητική μετοχή | interested |
ενεργητική μετοχή | interesting |
interest (en)
Λατινικά (la)Επεξεργασία
Ρηματικός τύποςΕπεξεργασία
interest (la)
- γ' ενικό οριστικής ενεστώτα του ρήματος interesse: χρειάζεται, είναι απαραίτητο
- interest perseverare - χρειάζεται επιμονή (να επιμένει κανείς)