ενδιαφέρω
Ελληνικά (el) Επεξεργασία
Ετυμολογία Επεξεργασία
- ενδιαφέρω < εν + διαφέρω ((μεταφραστικό δάνειο) γαλλική intéresser)
ΠροφοράΕπεξεργασία
- ΔΦΑ : /εn.ði.a.ˈfε.ɾɔ/ και /εn.ðʝa.ˈfε.ɾɔ/
ΡήμαΕπεξεργασία
ενδιαφέρω (παθητική φωνή: ενδιαφέρομαι)
- αξίζω ή τραβώ την προσοχή (και την ενασχόληση)
- (τριτοπρόσωπο) ενδιαφέρει: παρουσιάζει κάποιο ενδιαφέρον, αξίζει
- παθητική φωνή ενδιαφέρομαι
Επεξεργασία
- ενδιαφερόμενος
- ενδιαφέρον
- ενδιαφέρουσα
- ενδιαφέρων
- → δείτε τις λέξεις εν, διαφέρω, διά και φέρω