ενδιαφέρω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- ενδιαφέρω < εν- + διαφέρω (μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική intéresser)[1]
- Σημειώσεις συντακτών: Σχετικά με τον γαλλισμό:[2] Εμμανουύλ Κριαράς, Πρόσωπα και Θέματα από την Ιστορία του Δημοτικισμού greek‑language.gr, Αθήνα 1986, τ. Α΄, σ. 65
- ※ Ο Αλέξανδρος Πάλλης σε επιστολή του προς την Πηνελόπη Δέλτα (15-1-1909) την επικρίνει γιατί χρησιμοποιεί την έκφραση "δεν με ενδιαφέρει" ... «Εκείνο το φιράγκικο (!) σας το χαρίζω. Εμένα με φτάνουν τα ρωμαίικα: δε με μέλει, δε με νοιάζει, δε με κόφτει, δε μου καίγεται καρφί».
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /en.ði̯aˈfe.ɾo/ & /en.ðʝaˈfe.ɾo/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : εν‐δι‐α‐φέ‐ρω
Ρήμα
επεξεργασίαενδιαφέρω, πρτ.: ενδιέφερα, αόρ.: ενδιέφερα, παθ.φωνή: ενδιαφέρομαι, π.αόρ.: ενδιαφέρθηκα
- αξίζω ή τραβώ την προσοχή (και την ενασχόληση)
- (τριτοπρόσωπο) ενδιαφέρει: παρουσιάζει κάποιο ενδιαφέρον, αξίζει
- παθητική φωνή → δείτε τη λέξη ενδιαφέρομαι
Συγγενικά
επεξεργασία→ και δείτε τις λέξεις εν, διαφέρω, διά και φέρω
Κλίση
επεξεργασία- Ενεργητική φωνή → λείπει η κλίση
Παθητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | ενδιαφέρομαι | ενδιαφερόμουν(α) | θα ενδιαφέρομαι | να ενδιαφέρομαι | ενδιαφερόμενος | |
β' ενικ. | ενδιαφέρεσαι | ενδιαφερόσουν(α) | θα ενδιαφέρεσαι | να ενδιαφέρεσαι | ||
γ' ενικ. | ενδιαφέρεται | ενδιαφερόταν(ε) | θα ενδιαφέρεται | να ενδιαφέρεται | ||
α' πληθ. | ενδιαφερόμαστε | ενδιαφερόμαστε ενδιαφερόμασταν |
θα ενδιαφερόμαστε | να ενδιαφερόμαστε | ||
β' πληθ. | ενδιαφέρεστε | ενδιαφερόσαστε ενδιαφερόσασταν |
θα ενδιαφέρεστε | να ενδιαφέρεστε | ενδιαφέρεστε | |
γ' πληθ. | ενδιαφέρονται | ενδιαφέρονταν ενδιαφερόντουσαν |
θα ενδιαφέρονται | να ενδιαφέρονται | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | ενδιαφέρθηκα | θα ενδιαφερθώ | να ενδιαφερθώ | ενδιαφερθεί | ||
β' ενικ. | ενδιαφέρθηκες | θα ενδιαφερθείς | να ενδιαφερθείς | ενδιαφέρσου | ||
γ' ενικ. | ενδιαφέρθηκε | θα ενδιαφερθεί | να ενδιαφερθεί | |||
α' πληθ. | ενδιαφερθήκαμε | θα ενδιαφερθούμε | να ενδιαφερθούμε | |||
β' πληθ. | ενδιαφερθήκατε | θα ενδιαφερθείτε | να ενδιαφερθείτε | ενδιαφερθείτε | ||
γ' πληθ. | ενδιαφέρθηκαν ενδιαφερθήκαν(ε) |
θα ενδιαφερθούν(ε) | να ενδιαφερθούν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | έχω ενδιαφερθεί | είχα ενδιαφερθεί | θα έχω ενδιαφερθεί | να έχω ενδιαφερθεί | ||
β' ενικ. | έχεις ενδιαφερθεί | είχες ενδιαφερθεί | θα έχεις ενδιαφερθεί | να έχεις ενδιαφερθεί | ||
γ' ενικ. | έχει ενδιαφερθεί | είχε ενδιαφερθεί | θα έχει ενδιαφερθεί | να έχει ενδιαφερθεί | ||
α' πληθ. | έχουμε ενδιαφερθεί | είχαμε ενδιαφερθεί | θα έχουμε ενδιαφερθεί | να έχουμε ενδιαφερθεί | ||
β' πληθ. | έχετε ενδιαφερθεί | είχατε ενδιαφερθεί | θα έχετε ενδιαφερθεί | να έχετε ενδιαφερθεί | ||
γ' πληθ. | έχουν ενδιαφερθεί | είχαν ενδιαφερθεί | θα έχουν ενδιαφερθεί | να έχουν ενδιαφερθεί |
Μεταφράσεις
επεξεργασία ενδιαφέρω
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ ενδιαφέρω - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- ↑ Σημείωση στη Συζήτηση:ενδιαφέρω στο Βικιλεξικό από τον συντάκτη Flyax, 22 Σεπτεμβρίου 2018