πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η ενασχόληση οι ενασχολήσεις
      γενική της ενασχόλησης* των ενασχολήσεων
    αιτιατική την ενασχόληση τις ενασχολήσεις
     κλητική ενασχόληση ενασχολήσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, ενασχολήσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

επεξεργασία
ΔΦΑ : /e.naˈsxo.li.si/
τυπογραφικός συλλαβισμός: ενασχόληση
παλιότερος συλλαβισμός: ενασχόληση

Ουσιαστικό

επεξεργασία