Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
implication implications

implication (fr) θηλυκό

  1. η εμπλοκή, η συμμετοχή
  2. η επίπτωση

Συγγενικά

επεξεργασία

Πολυλεκτικοί όροι

επεξεργασία

Δείτε επίσης

επεξεργασία
  • implication στην αγγλική Βικιπαίδεια Λήμμα στην αγγλική Βικιπαίδεια