Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η συμμετοχή οι συμμετοχές
      γενική της συμμετοχής των συμμετοχών
    αιτιατική τη συμμετοχή τις συμμετοχές
     κλητική συμμετοχή συμμετοχές
Κατηγορία όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

συμμετοχή < (ελληνιστική κοινήσυμμετοχή < αρχαία ελληνική συμμετέχω < σύν + μετέχω < μετά + ἔχω < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *seǵʰ- (σημασιολογικό δάνειο από τη γαλλική participation)

  Ουσιαστικό επεξεργασία

συμμετοχή θηλυκό

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία